- συγχυτικός
- -ή, -ό / συγχυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συγχέω]αυτός που συγχέει (α. «τί γὰρ ἀναρχίας συγχυτικώτερον», Φίλ.β. «τὸ ψυχρὸν ἁφῆς συγχυτικόν», Πλούτ.)μσν.εκκλ. (για αιρετικό) αυτός που συνέχεε τις δύο φύσεις τού Χριστού.
Dictionary of Greek. 2013.